χωμογραμματεύς

χωμογραμματεύς
-έως, ὁ, Μ
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος τής υπηρεσίας χωματογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα + γραμματεύς, αντί τού αναμενόμενου *χωματογραμματεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”